αεροδόχος

αεροδόχος
-ο
1. αυτός που δέχεται, που περιέχει αέρα
2. το αρσ. ως ουσ. ο αεροδόχος
α) άνοιγμα, μέσα από το οποίο περνά ο αέρας
β) ο υποδοχέας τού αέρα στον αεραγωγό
γ) (Μουσ.) (βλ. αεροθάλαμος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + -δόχος < δέχομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αεροδόχος — α, ο αυτός που περιέχει αέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”